- πτωχείας
- πτωχείᾱς , πτωχείαbeggaryfem acc plπτωχείᾱς , πτωχείαbeggaryfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
нищета — НИЩЕТ|А (134), Ы с. 1.Бедность, нужда, нищета: Простѣишааго въ всемь ишти и въ брашьнѣ и въ одежди. и не стыди сѧ ништетою. понеже большѧ˫а чѧсть мира сего въ ништетѣ ѥсть. Изб 1076, 30 об.; то же ЗЦ к. XIV, 69б; послѣди же без брани и мѹкъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek